- εκκυβεύω
- (AM ἐκκυβεύω)νεοελλ.βγάζω από την κληρωτίδα τους λαχνούς που κερδίζουν, κληρώνωαρχ.1. παίζω κύβους2. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω3. παθ. νικιέμαι στους κύβους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκκυβευθεῖσα — ἐκκυβεύομαι aor part pass fem nom/voc sg ἐκκυβεύω play at dice aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκυβεύειν — ἐκκυβεύομαι pres inf act (attic epic) ἐκκυβεύω play at dice pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)